σταρήθρα — και σιταρήθρα, η, Ν ζωολ. κοινή ονομασία μερικών κορυδαλλών τής οικογένειας αλαουδίδες, δύο είδη τών οποίων φωλιάζουν στην Ελλάδα … Dictionary of Greek
σιταρήθρα — και σταρήθρα, η, Ν ο κορυδαλλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρι / στάρι + κατάλ. ήθρα (πρβλ. καλαμ ήθρα)] … Dictionary of Greek